Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Χρόνια πολλά Αφέντες μου!

Ο Νικολός ήταν μισοκούτελος, ελέγανε στο χωριό του. Δεν εδούλευε πουθενά και ζούσε μονάχος στο πατρικό του, από τότε που πεθάνανε οι γονέοι του. Παντρεμένος δεν ήταν, ούτε είχε αδέρφια. Θεομόναχος επάλευε, με τη μούρλια του και με τον κόσμο.
Γιορτάδες μέρες, όπως καλή ώρα τώρα, οι περισσότεροι νοικοκυραίοι του δίνανε κάτι τις, να ποροπιαστεί. Ένας λίγο λάδι, άλλος λίγο κρασί, ένα ζευγάρι αυγά, μια φτερούγα από κοτόπουλο να το κάμει σούπα. Ό,τι μπορούσε ο καθένας. Εκειός, αν και μισοκούτελος, ήξερε πως να διακονεύει. Άμα πάει να πει ήθελε λάδι, δεν επήγαινε με καμία μεγάλη μπότσα να γυρέψει. Επήγαινε με μία μικρουλούλα. Λίγο από τον έναν, λίγο από τον άλλον, μάζευε μία λάτα κι έβγαζε όλη τη χρονιά του.
Έτσι κι εφέτος, μία και δύο ο Νικολός, με το μποκαλάκι του στο χέρι επήγε για διακονιά και χτύπησε τη πόρτα του... η συνέχεια εδώ από το katrougiali.blogspot