...ένα είδος λαϊκού θεάτρου που παίζεται μόνο από άνδρες, στις πλατείες της χώρας και των χωριών. Γραμμένες σε έμμετρο δεκαπεντασύλλαβο στίχο αποτελούν αναπόσταστο κομμάτι της παράδοσης του νησιού. Οι "ομιλίες" δεν είναι μουσειακό είδος. Μια "ομιλία" που γράφτηκε φέτος από την καθηγήτρια Μιμίκα Σταμίρη (μια Εκπαιδευτικό που πάσχισε να μου μάθει πέντε γράμματα) έχει τίτλο "Παντρειά με το στανιό" και ξεκινάει έτσι:
ΣΚΗΝΗ 1η
( Στο καφενείο )
ΣΟΧΑΔΑΣ
Ωρέ, κουμπάρε γκάνιασα εδώ να καρτεράω.
Πρεμούρες με τσακώσανε τη ρούγα να τηράω.
Είπες το γιόμα θα 'σαι εδώ κάτι να μου παρλάρεις.
Να σε τρατάρω ένα κρασί; Μολόγα τι γουστάρεις.
ΜΟΥΛΑΣ
Για να τελέψω τσι δουλειές, επέρασε η ώρα.
Δεν είμαι πολύ εύκολος να προβατώ στη χώρα.
Μισό καρτούτσο εδωπά να φέρει κοκκινέλι.
Και για μεζέ ο κάπελας να βάλει ό,τι θέλει.
ΣΟΧΑΔΑΣ
Καμία σαρδέλα, καμία ελιά και λίγονε σκουράτζο.
ΜΟΥΛΑΣ
Πούλιο καλά να μ’ έδενες μ’ ένα μεγάλο γάτζο,
να μ΄έριχνες στο πέλαο, στου πόρτου τα ρεπάρα.
Ή να με ξέκανε κανείς με κάνα δύο σμπάρα.
ΣΟΧΑΔΑΣ
Με σκιάζουνε οι παρόλες σου, Σοχάδα μου, αμπονόρα.
Μολόγα και ξαλάφρωσε, κουμπάρε μου, προχώρα.
ΜΟΥΛΑΣ
Έχω το γιο ανύπαντρο. Κι είναι μεγαλωμένος.
Πέντε χρόνια απ’ το στρατό είναι γυρισμένος.
Ούλη μέρα κάθεται κι ούλο κοπροσκυλιάζει.
Βορτάρει με τσι παστρικές. Τίποτσι δεν τον νοιάζει.
Σκιάζουμαι και καμίανε μην πάει και γκαστρώσει.
Κι έπειτα μήτε ο Άγιος μπορεί να τόνε σώσει.
ΣΟΧΑΔΑΣ
Τη σημερνή την εποχή έτσι είναι τα παιδία.
Δε σεκλετίζουνται πολύ με έγνοιανε καμία.
Με μπριγιαντίνη στα μαλλιά, ρούχα κολαρισμένα
συνέχεια σουλατσάρουνε ούλα τα βλοημένα.
Η συνέχεια εδώ από το parathemata.blogspot
( Στο καφενείο )
ΣΟΧΑΔΑΣ
Ωρέ, κουμπάρε γκάνιασα εδώ να καρτεράω.
Πρεμούρες με τσακώσανε τη ρούγα να τηράω.
Είπες το γιόμα θα 'σαι εδώ κάτι να μου παρλάρεις.
Να σε τρατάρω ένα κρασί; Μολόγα τι γουστάρεις.
ΜΟΥΛΑΣ
Για να τελέψω τσι δουλειές, επέρασε η ώρα.
Δεν είμαι πολύ εύκολος να προβατώ στη χώρα.
Μισό καρτούτσο εδωπά να φέρει κοκκινέλι.
Και για μεζέ ο κάπελας να βάλει ό,τι θέλει.
ΣΟΧΑΔΑΣ
Καμία σαρδέλα, καμία ελιά και λίγονε σκουράτζο.
ΜΟΥΛΑΣ
Πούλιο καλά να μ’ έδενες μ’ ένα μεγάλο γάτζο,
να μ΄έριχνες στο πέλαο, στου πόρτου τα ρεπάρα.
Ή να με ξέκανε κανείς με κάνα δύο σμπάρα.
ΣΟΧΑΔΑΣ
Με σκιάζουνε οι παρόλες σου, Σοχάδα μου, αμπονόρα.
Μολόγα και ξαλάφρωσε, κουμπάρε μου, προχώρα.
ΜΟΥΛΑΣ
Έχω το γιο ανύπαντρο. Κι είναι μεγαλωμένος.
Πέντε χρόνια απ’ το στρατό είναι γυρισμένος.
Ούλη μέρα κάθεται κι ούλο κοπροσκυλιάζει.
Βορτάρει με τσι παστρικές. Τίποτσι δεν τον νοιάζει.
Σκιάζουμαι και καμίανε μην πάει και γκαστρώσει.
Κι έπειτα μήτε ο Άγιος μπορεί να τόνε σώσει.
ΣΟΧΑΔΑΣ
Τη σημερνή την εποχή έτσι είναι τα παιδία.
Δε σεκλετίζουνται πολύ με έγνοιανε καμία.
Με μπριγιαντίνη στα μαλλιά, ρούχα κολαρισμένα
συνέχεια σουλατσάρουνε ούλα τα βλοημένα.
Η συνέχεια εδώ από το parathemata.blogspot
1 σχόλια:
Παλιέ μου μαθητή,
τα λόγια σου, η θύμιση
το σήμερα λυτρώνουν.
Άσε τους άλλους γύρω μας
που το ξεθεμελιώνουν.
Θερμές ευχαριστίες
Δημοσίευση σχολίου