Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΩΝ ΟΡΩΝ.

Μελλοχρήσιμο, το
Αντικείμενο πασιφανώς άχρηστο το οποίο το φυλάω κάπου γιατί ίσως στο μέλλον φανεί χρήσιμο. Αποτελεί συμαντικό κανόνα ότι τα μελλοχρήσιμα, όταν τελικά τα χρειαστούμε στο μέλλον, ποτέ δε θυμόμαστε πού τα έχουμε βάλει.

Μυξοδιαγνωστική, η
Το να φυσάς τη μύτη σου και μετά να κοιτάζεις το μαντήλι για να δεις τι εξήλθε, ίσως τελώντας υπό την πεποίθηση ότι κατ'αυτόν τον τρόπο θα διαγνώσεις τρομερά πράγματα για την υγεία σου ή θα αντικρίσεις κάτι πρωτόγνωρο.

Νερουρώ, ρ. αμετβ.
Μου έρχεται να κάνω τσίσα μου όταν τρέχει η βρύση, ειδικά δε την ώρα που ξυρίζομαι.