Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΩΝ ΟΡΩΝ.

Ζαρχίδης, ο
Αυτός που κουνά τα ζάρια για 3 λεπτά, τα φυσά, τα ευλογεί, τους κάνει τρισάγιο κα. εκνευρίζοντας μέχρι φόνου ή αυτοκτονίας τους συμπαίκτες του. Ζαρχιδιά. "Αν είναι ν' αρχίσεις τις συνηθισμένες ζαρχιδιές σου, θα παίξω με τον Μπάμπη", προειδοποίησε ο Μήτσος τον φίλο του στο καφενείο.

Ημιαλεξιβρέχομαι, ρ. αμετβ.
Μοιράζομαι με κάποιον την ίδια ομπρέλα, αφού υπάρχει μόνο μία, οπότε καταλήγουμε κι οι δύο να έχουμε από ένα βρεγμένο ώμο, αλλά γινόμαστε καλύτεροι φίλοι.

Ισορροπητήρι, το
Αυτό το κάτι (καπάκι μπύρας, πετρούλα, ξυλαράκι) που επιστρατεύουμε για να φέρουμε ένα τραπέζι που τραμπαλίζει στα ίσια του σε λαϊκά ταβερνάκια. "Θα μας φέρετε πρώτα λίγο νερό κι ένα ισορροπητήρι;"